βραχυπαραλήκτως

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

Adv. A with short penult., Sch.Ar.Pl.253.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzer vorletzter Sylbe, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠπαραλήκτως: ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121.

Greek Monolingual

βραχυπαραλήκτως (Μ)
επίρρ. με βραχεία παραλήγουσα.