δαιμονισμός

Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ὁ, A demoniac possession, Vett. Val.2.18.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.

Greek Monolingual

ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.