Σέρβος
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
Greek Monolingual
ο, θηλ. Σερβίδα και Σέρβα, Ν
ο κάτοικος της Σερβίας ή αυτός που κατάγεται από την Σερβία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σλαβ. srb].