Σέρβος

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σερβίδα και Σέρβα, Ν
ο κάτοικος της Σερβίας ή αυτός που κατάγεται από την Σερβία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σλαβ. srb].