Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γυῖον (= μέλος)].