μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἄγυιος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γυῖον (= μέλος)].