άγυιος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἄγυιος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γυῖον (= μέλος)].