άβλαβος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

-η, -ο
(με ενεργ. και παθ. σημ.) ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βλάβω, μσν. τύπ. του βλάπτω.