Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
ἄγχαυρος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + αὔριον.