ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
ἄνοζος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].