ρόζος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ο, Ν
1. σκλήρυνση του δέρματος, κυρίως της παλάμης τών χεριών ή του πέλματος τών ποδιών, κάλος
2. οφθαλμός βλαστού που έμεινε άγονος, βάση ενός κλαδιού η οποία κλείνεται μέσα στον κορμό με την κατά πάχος αύξηση του δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὄζος (Ι) «κάλος, ρόζος», με παρετυμολογική επίδραση του ρίζα].