ρόζος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
ο, Ν
1. σκλήρυνση του δέρματος, κυρίως της παλάμης τών χεριών ή του πέλματος τών ποδιών, κάλος
2. οφθαλμός βλαστού που έμεινε άγονος, βάση ενός κλαδιού η οποία κλείνεται μέσα στον κορμό με την κατά πάχος αύξηση του δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὄζος (Ι) «κάλος, ρόζος», με παρετυμολογική επίδραση του ρίζα].