έγγυος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Greek Monolingual
ἔγγυος, -ον (Α)
1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος
2. ασφαλής
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος
ο εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος «εγγυητής») μεταρρηματικό παράγωγο του εγγυώ (βλ. εγγυώμαι)].