Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άμβιξ

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

(-ικος) και άμβυξ (-υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ)
νεοελλ.
1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα
2. το σώμα του αποστακτικού λέβητα
3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος
αρχ.
είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἄμβη, ἄμβων και να σχηματίστηκε αναλογικά προς το κύλιξ. Κατ’ άλλους η λ. είναι δάνειο σημιτικής προελεύσεως].