Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
ἀγήλατος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει το ἄγος, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγος + ἐλαύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ].