αβροκόμης

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

ἁβροκόμης, ο (Α)
1. αυτός που έχει μαλακά και λεπτά μαλλιά
2. (για φυτά) αυτός που έχει θαλερό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + κόμη.