αγγουρόνερο

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το
ο χυμός του αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό του προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγούρι + νερό].