Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγγουρόνερο

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

το
ο χυμός του αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό του προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγούρι + νερό].