ακαλύφη
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
η (Α ἀκαλύφη)
η ακαλήφη. - Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα
γένος φυτών της οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acalypha, νεολατιν. επιστημον. όρος < αρχ. ελλ. ἀκαλύφη, παράλληλος της λ. ἀκαλήφη].