ακαλύφη
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
η (Α ἀκαλύφη)
η ακαλήφη. - Βοτ. Ακαλύφη ή Ακαλύφα
γένος φυτών της οικογένειας τών Ευφορβιιδών που περιλαμβάνει 430 είδη, ιθαγενή τών τροπικών χωρών. Είναι θάμνοι και ποώδη ζιζάνια με φύλλα στίλβοντα και έμμισχα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acalypha, νεολατιν. επιστημον. όρος < αρχ. ελλ. ἀκαλύφη, παράλληλος της λ. ἀκαλήφη].