(-ούς), -ές (Μ ἀκροπαγής)ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα«ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι.