αιολόμορφος
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
αἰολόμορφος, -ον (Α)
ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -μόρφος < μορφή.