ακριβάζω
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
ἀκριβάζω (Α)
1. ἀκριβῶ
2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκριβής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής.