ακεσώδυνος
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
ἀκεσώδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + -ώδυνος < ὀδυνη].
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
ἀκεσώδυνος, -ον (Α)
αυτός που καταπραΰνει τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκέομαι + -ώδυνος < ὀδυνη].