ακρόκομος

Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀκρόκομος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή της κεφαλής
2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι
3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή
4. φρ. «ἀκρόκομοι κυπάρισσοι» — κωνικά κυπαρίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -κομος < κόμη.