αλίχνιστος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
-η, -ο
(για σιτηρά και, γενικά, δημητριακά που έχουν θεριστεί) αυτός που δεν λιχνίστηκε, δεν αποχωρίστηκε με λίχνισμα από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λιχνιστός < λιχνίζω].