αλιανθής
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
ἁλιανθής, -ὲς (Α)
αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -ανθὴς < ἄνθος.