αλιτόξενος
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
Greek Monolingual
ἀλιτόξενος, -ον (Α)
αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρήμ. ἀλιταίνω) + ξένος.