ἀλιτόξενος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
[ᾰ], ον, sinning against one's friend, Pi.O.10(11).6.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτόξενος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que agravia al huésped (ἐνιπά) Pi.O.10.6.
German (Pape)
[Seite 99] gegen einen Gastfreund frevelnd, Pind. Ol. 11, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui viole l'hospitalité.
Étymologie: ἀλιταίνω, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐτόξενος: нарушающий правила гостеприимства, обижающий гостя Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτόξενος: -ον, ὁ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ φίλου (ξένου) ἁμαρτάνων, Πινδ. Ο. 10 (11). 7.
English (Slater)
ᾰλῐτόξενος, -ον wronging one's friends ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον (O. 10.6)
Greek Monolingual
ἀλιτόξενος, -ον (Α)
αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρήμ. ἀλιταίνω) + ξένος.
Greek Monotonic
ἀλῐτόξενος: -ον, αυτός που διαπράττει σφάλμα έναντι στο φίλο του, σε Πίνδ.