αμήτωρ

From LSJ
Revision as of 23:24, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ἀμήτωρ (-ορος), ο, η (Α)
1. αυτός που δεν έχει μητέρα ή του οποίου η μητέρα είναι άγνωστη
2. φρ. «μήτηρ ἀμήτωρ», κακή ή άστοργη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μήτωρ < μήτηρ.