αμυγδαλοσπάστης
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
Greek Monolingual
και μυγδαλοσπάστης, ο
ο αμυγδαλοθραύστης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + -σπάστης < σπω].