Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμπελογνώστης

From LSJ
Revision as of 23:38, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

ο
αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως προς την καλλιέργειά της κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + γνώστης.