αμπελογνώστης
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
ο
αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως προς την καλλιέργειά της κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + γνώστης.