δικάρδιος

Revision as of 00:42, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): tard. δικάρδις Gp.12.1.2
1de dos corazones πέρδικες Thphr. en Ael.NA 11.40, cf. Ar.Byz.Epit.28.16.
2 subst. τὸ δ. bot., una variedad de lechuga, Gp.l.c.

Greek Monolingual

δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.