δοκιμαστήριον
English (LSJ)
τό, A test, means of trial, Men. Mon.537, Arr.Epict.3.6.10; μύρων, of the nose, Artem.4.27.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστήριον: τό, μέσον πρὸς δοκιμήν ἢ ἐξέτασιν, Κωμ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 4. 335.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 prueba, medios de prueba χωρισμὸς φίλων δ. φιλίας Men.Mon.834, δ. τῶν μύρων dicho de la nariz, Artem.4.27, τούτῳ δοκιμαστηρίῳ χρώμενος τῶν εὐφυῶν καὶ ἀφυῶν Arr.Epict.3.6.10, πῦρ ... δ. τῶν ἁμαρτωλῶν T.Abr.A 12.10.
2 tribunal πάντως ... πρὸς δ. ἧκον Lib.Decl.1.102 (cód.), glos. a κριτήριον Hsch.