εἰλήλουθα
English (LSJ)
εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν, A v. ἔρχομαι.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
see ἔρχομαι.
Greek Monotonic
εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.
Russian (Dvoretsky)
εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.