εὐνόμημα

Revision as of 01:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.

Greek Monolingual

εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).

Russian (Dvoretsky)

εὐνόμημα: τό законное действие Chrysippus ap. Plut.