θέρμασμα

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A warm fomentation, Hp.Acut.16 (pl.), Gal.UP 4.8.

German (Pape)

[Seite 1201] τό, Erwärmung, bes. Umschlag, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμασμα: τό, «ζέσταμα», θερμὸν κατάπλασμα, Ἱππ. π. Ὀξ.386.

Greek Monolingual

το (Α θέρμασμα) θερμαίνω
θερμό κατάπλασμα.