[ᾰ], τό, A treasury, Artem. 1.74, Them.Or.7.91d.
[Seite 1211] τό, Schatzkammer, Sp., wie Artemid. 1, 74.
θησαυροφῠλάκιον: τό, τόπος ἢ δωμάτιον ἔνθα φυλάττεται ὁ θησαυρός, ταμεῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 74, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 10.