κανναβάριος

Revision as of 10:42, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, (Lat. A canabae) booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus). II = stupparius, Gloss.

Greek Monolingual

κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].