A = ἐγχυτρίζω, Ar.Fr.793.
καταχυτρίζω: ἐγχυτρίζω, βλάπτω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 626.
καταχυτρίζω (Α)εγχυτρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»].
καταχυτρίζω: Arph. = ἐγχυτρίζω.