ῶνος, ὁ, A stairway, Gloss.
κλιμακεών, -ῶνος, ὁ (Α)κλίμακα, σκάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επίθημα -εών (πρβλ. κεγχρ-εών, πυλ-εών)].