μαλθακόφωνος

Revision as of 14:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.

English (Slater)

μαλθᾰκόφωνος, -ον
   1 soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)

Greek Monolingual

μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.

Greek Monotonic

μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).

Middle Liddell

μαλθᾰκό-φωνος, ον φωνή
soft-voiced, Pind.