A v. μαχαιρίων.
μᾰχαιρώνιον: τό, ξιφίον, «σπαθόχορτον» (ἐν Ζακύνθῳ: «ἀγριοκόκορος»), gladiolus, Διοσκ. 4. 20 (ἐκ τῶν Νόθων).