ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
Full diacritics: μᾰχαιρίων | Medium diacritics: μαχαιρίων | Low diacritics: μαχαιρίων | Capitals: ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ |
Transliteration A: machairíōn | Transliteration B: machairiōn | Transliteration C: machairion | Beta Code: maxairi/wn |
ωνος, ὁ, = ξιφίον, Dsc.4.20; v.l. μαχαιρώνιον.
μαχαιρίων, -ωνος, ὁ (Α)
ξιφίδιο, μικρό ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα -ίων (πρβλ. γλυκίων, πορφυρίων)].