μετακίνημα

Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A movement, displacement, τῶν ὄψεων Hp.Prorrh.2.19 (pl.), cf. Al.Ps.43(44).15.

German (Pape)

[Seite 147] τό, das Umgestellte, die Umstellung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μετακίνημα: τό, κίνησις, τά δὲ σμικρὰ μετακινήματα τῶν ὀψέων Ἱππ. Προρρητικ. 102, 40.

Greek Monolingual

το (Α μετακίνημα) μετακινώ
μετακίνηση, μετάθεση («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.).