μοριφόν

Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, A v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.

Greek Monolingual

μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».