νηλίπεζος

Revision as of 16:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A barefooted, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηλίπεζος: -ον, = νηλίπους, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηλίπεζος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νηλιπόπεζος < νήλιπος + -πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα)
βλ. και λ. νηλίπους.

English (Woodhouse)

barefoot, barefooted, with bare feet, without shoe, without shoes