περίδειπνον

Revision as of 19:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A funeral feast, D.18.288, Aen.Tact.10.5, Men.367, Hegesipp.Com.1.11, PTeb.118.1 (ii B. C.), Phld.Acad.Ind.p.35 M., etc.; τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Anaxipp.1.42; Ἀρκεσιλάου π., title of work by Timo, D.L.9.115.

German (Pape)

[Seite 572] τό, Leichenschmaus; Dem. 18, 288; Plut. quaest. Rom. 95; Luc. de luct. 24.

Greek (Liddell-Scott)

περίδειπνον: τό, δεῖπνον ἐπὶ τῷ ἀποθανόντι, «μακαριά», Δημ. 321, 25, Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3· τὸ π. τοῦ βίου λαμπρὸν ποιῶ Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 52.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas funéraire.
Étymologie: περί, δεῖπνον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους του νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά
2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» — τίτλος έργου του Τίμωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεῖπνον (πρβλ. επί-δειπνον)].

Russian (Dvoretsky)

περίδειπνον: τό поминальная трапеза, тризна Dem., Men., Luc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-δειπνον -ου, τό begrafenismaaltijd.

English (Woodhouse)

funeral feast