νεκρόδειπνο

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

το
1. το δείπνο που γίνεται μετά την κηδεία
2. αρχαιολ. αναθηματικό επιτύμβιο ανάγλυφο που απεικονίζει θεούς, ήρωες ή νεκρούς οι οποίοι δειπνούν πλαγιασμένοι μπροστά σε τραπέζι.