πονηρόψυχος
English (LSJ)
ον, A of evil soul, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρόψυχος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν ψυχήν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πονηρή, μοχθηρή ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].