σκαλαθυρμάτιον

Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.), A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.

German (Pape)

[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.

Middle Liddell

[Dim. of σκᾰλάθυρμα]
a petty quibble, Ar.